- ἀφήγησιν
- ἀφήγησιςnarrationfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολπίζω — και ορπίζω (Μ ὀλπίζω) ελπίζω («θέλω να σε αφηγηθώ αφήγησιν μεγάλην... ολπίζω να σ αρέση», Χρον. Μoρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ελπίζω (πρβλ. ερμηνεύω: ορμηνεύω)] … Dictionary of Greek